- ὑπεραπολογοῦμαι
- ὑπεραπολογέομαιspeak forpres ind mp 1st sg (attic epic doric)ὑπεραπολογέομαιspeak forpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεραπολογούμαι — έομαι, Α συνηγορώ για κάποιον, υπερασπίζομαι κάποιον … Dictionary of Greek